Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
View word page
ἑστιαρχέω
to be ἑστιάρχης

ShortDef

to be ἑστιάρχης

Debugging

Headword:
ἑστιαρχέω
Headword (normalized):
ἑστιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
εστιαρχεω
IDX:
36295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36296
Key:

Data

{'content': 'to be ἑστιάρχης'}