Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
View word page
Ἑστία
Vesta
ShortDef
the hearth of a house, fireside; family
Vesta
Debugging
Headword:
Ἑστία
Headword (normalized):
ἑστία
Headword (normalized/stripped):
εστια
IDX:
36292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36293
Key:
Data
{'content': 'Vesta'}