Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
View word page
ἐστηριγμένως
firmly
ShortDef
firmly
Debugging
Headword:
ἐστηριγμένως
Headword (normalized):
ἐστηριγμένως
Headword (normalized/stripped):
εστηριγμενως
IDX:
36290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36291
Key:
Data
{'content': 'firmly'}