Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
View word page
ἑστηκότως
firmly
ShortDef
firmly
Debugging
Headword:
ἑστηκότως
Headword (normalized):
ἑστηκότως
Headword (normalized/stripped):
εστηκοτως
IDX:
36289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36290
Key:
Data
{'content': 'firmly'}