Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσήν
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
View word page
ἑσταότως
on one's feet
ShortDef
on one's feet
Debugging
Headword:
ἑσταότως
Headword (normalized):
ἑσταότως
Headword (normalized/stripped):
εσταοτως
IDX:
36285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36286
Key:
Data
{'content': "on one's feet"}