Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσήν
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
View word page
ἐσσυμένως
hastily
ShortDef
hastily
Debugging
Headword:
ἐσσυμένως
Headword (normalized):
ἐσσυμένως
Headword (normalized/stripped):
εσσυμενως
IDX:
36284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36285
Key:
Data
{'content': 'hastily'}