Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσπίφρημι
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσήν
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
View word page
ἐσσύμενος
hurrying, vehement, eager, impetuous

ShortDef

hurrying, vehement, eager, impetuous

Debugging

Headword:
ἐσσύμενος
Headword (normalized):
ἐσσύμενος
Headword (normalized/stripped):
εσσυμενος
IDX:
36283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36284
Key:

Data

{'content': 'hurrying, vehement, eager, impetuous'}