Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσήν
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
ἔστε
ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
View word page
Ἐσσηνός
Essene

ShortDef

Essene

Debugging

Headword:
Ἐσσηνός
Headword (normalized):
ἐσσηνός
Headword (normalized/stripped):
εσσηνος
IDX:
36282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36283
Key:

Data

{'content': 'Essene'}