Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσήν
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
Ἐσσηνός
ἐσσύμενος
ἐσσυμένως
ἑσταότως
View word page
ἐσπουδασμένως
seriously, in earnest

ShortDef

seriously, in earnest

Debugging

Headword:
ἐσπουδασμένως
Headword (normalized):
ἐσπουδασμένως
Headword (normalized/stripped):
εσπουδασμενως
IDX:
36275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36276
Key:

Data

{'content': 'seriously, in earnest'}