Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
Ἑσπερίς
ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
ἐσσήν
ἐσσήν2
ἐσσηνεύω
ἐσσηνία
View word page
ἔσπετε
relate
ShortDef
relate
Debugging
Headword:
ἔσπετε
Headword (normalized):
ἔσπετε
Headword (normalized/stripped):
εσπετε
IDX:
36271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36272
Key:
Data
{'content': 'relate'}