Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
Ἑσπερία
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
Ἑσπερίς
ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
ἔσσαμον
ἐσσεδάριος
View word page
ἑσπερίτης
western

ShortDef

western

Debugging

Headword:
ἑσπερίτης
Headword (normalized):
ἑσπερίτης
Headword (normalized/stripped):
εσπεριτης
IDX:
36267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36268
Key:

Data

{'content': 'western'}