Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
Ἑσπερία
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
Ἑσπερίς
ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
ἔσπον
ἐσπουδασμένως
View word page
ἑσπερίς
western
ShortDef
the Hesperides
western
Debugging
Headword:
ἑσπερίς
Headword (normalized):
ἑσπερίς
Headword (normalized/stripped):
εσπερις
IDX:
36265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36266
Key:
Data
{'content': 'western'}