Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕσμα
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
Ἑσπερία
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
Ἑσπερίς
ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἔσπετε
ἐσπευσμένως
ἐσπίφρημι
View word page
ἑσπέριος
in the evening, western

ShortDef

in the evening, western

Debugging

Headword:
ἑσπέριος
Headword (normalized):
ἑσπέριος
Headword (normalized/stripped):
εσπεριος
IDX:
36263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36264
Key:

Data

{'content': 'in the evening, western'}