Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔσκλητος
ἐσλιήνω
ἕσμα
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
Ἑσπερία
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
Ἑσπερίς
ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
ἑσπερόμορφος
ἕσπερος
ἔσπετε
View word page
ἑσπερινός
in the evening; western

ShortDef

in the evening; western

Debugging

Headword:
ἑσπερινός
Headword (normalized):
ἑσπερινός
Headword (normalized/stripped):
εσπερινος
IDX:
36261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36262
Key:

Data

{'content': 'in the evening; western'}