Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
ἀλθαίνω
ἄλθεξις
ἀλθεστήρια
ἀλθεύς
ἀλθήεις
ἄλθομαι
ἄλθος
ἁλία
ἁλία2
ἁλιάδης
ἁλιάετος
ἁλιαής
ἁλιανθής
ἁλιαρός
Ἁλίαρτος
View word page
ἀλθήεις
healing, wholesome
ShortDef
healing, wholesome
Debugging
Headword:
ἀλθήεις
Headword (normalized):
ἀλθήεις
Headword (normalized/stripped):
αλθηεις
IDX:
3625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3626
Key:
Data
{'content': 'healing, wholesome'}