Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσκεθῆν
ἐσκεμμένως
ἐσκιχρέμεν
ἔσκλητος
ἐσλιήνω
ἕσμα
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
Ἑσπερία
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
Ἑσπερίς
ἑσπερίς
ἑσπέρισμα
ἑσπερίτης
ἑσπερόθεν
View word page
ἐσορούω
leap up to
ShortDef
leap up to
Debugging
Headword:
ἐσορούω
Headword (normalized):
ἐσορούω
Headword (normalized/stripped):
εσορουω
IDX:
36258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36259
Key:
Data
{'content': 'leap up to'}