Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔσθω
ἑσία
Ἑσιῆς
ἕσις
ἐσκάλισις
ἐσκεθῆν
ἐσκεμμένως
ἐσκιχρέμεν
ἔσκλητος
ἐσλιήνω
ἕσμα
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
Ἑσπερία
ἑσπερινός
Ἑσπέριον
ἑσπέριος
View word page
ἕσμα
stalk, pedicle
ShortDef
stalk, pedicle
Debugging
Headword:
ἕσμα
Headword (normalized):
ἕσμα
Headword (normalized/stripped):
εσμα
IDX:
36253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36254
Key:
Data
{'content': 'stalk, pedicle'}