Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσθλοδότης
ἐσθλός
ἐσθλότης
ἔσθος
ἔσθω
ἑσία
Ἑσιῆς
ἕσις
ἐσκάλισις
ἐσκεθῆν
ἐσκεμμένως
ἐσκιχρέμεν
ἔσκλητος
ἐσλιήνω
ἕσμα
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσμοφύλαξ
ἐσοράω
ἐσορούω
ἑσπέρα
View word page
ἐσκεμμένως
deliberately

ShortDef

deliberately

Debugging

Headword:
ἐσκεμμένως
Headword (normalized):
ἐσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
εσκεμμενως
IDX:
36249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36250
Key:

Data

{'content': 'deliberately'}