Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
ἀλθαίνω
ἄλθεξις
ἀλθεστήρια
ἀλθεύς
ἀλθήεις
ἄλθομαι
ἄλθος
ἁλία
ἁλία2
ἁλιάδης
ἁλιάετος
ἁλιαής
View word page
ἄλθεξις
healing, cure
ShortDef
healing, cure
Debugging
Headword:
ἄλθεξις
Headword (normalized):
ἄλθεξις
Headword (normalized/stripped):
αλθεξις
IDX:
3622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3623
Key:
Data
{'content': 'healing, cure'}