Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρωμένιον
ἐρώμενος
ἔρως
Ἐρωτάριον
ἐρωτάω
ἐρώτημα
ἐρωτηματικός
ἐρώτησις
ἐρωτητέον
ἐρωτητικός
ἐρωτιάω
ἐρωτιδεύς
ἐρωτίδια
ἐρωτικός
ἐρώτιον
ἐρωτίς
ἐρωτογράφος
ἐρωτοδιδάσκαλος
ἐρωτόεις
ἐρωτόληπτος
ἐρωτομανία
View word page
ἐρωτιάω
to be lovesick
ShortDef
to be lovesick
Debugging
Headword:
ἐρωτιάω
Headword (normalized):
ἐρωτιάω
Headword (normalized/stripped):
ερωτιαω
IDX:
36211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36212
Key:
Data
{'content': 'to be lovesick'}