Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
ἀλθαίνω
ἄλθεξις
ἀλθεστήρια
ἀλθεύς
ἀλθήεις
ἄλθομαι
ἄλθος
ἁλία
ἁλία2
View word page
Ἀλθαία
Althaea
ShortDef
Althaea
marsh mallow, Althaea officinalis
Debugging
Headword:
Ἀλθαία
Headword (normalized):
ἀλθαία
Headword (normalized/stripped):
αλθαια
IDX:
3619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3620
Key:
Data
{'content': 'Althaea'}