Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγειος
ἀγείρω
ἀγείσωτος
ἀγείτων
ἀγέλα
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
View word page
ἀγελαιοτρόφος
keeping herds

ShortDef

keeping herds

Debugging

Headword:
ἀγελαιοτρόφος
Headword (normalized):
ἀγελαιοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
αγελαιοτροφος
IDX:
361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-362
Key:

Data

{'content': 'keeping herds'}