Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
ἀλθαίνω
ἄλθεξις
ἀλθεστήρια
ἀλθεύς
ἀλθήεις
ἄλθομαι
ἄλθος
ἁλία
View word page
ἀλητός2
ground, milled

ShortDef

ground, milled

Debugging

Headword:
ἀλητός2
Headword (normalized):
ἀλητός
Headword (normalized/stripped):
αλητος2
IDX:
3618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3619
Key:

Data

{'content': 'ground, milled'}