Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθροπρόσωπος
ἐρυθρός
ἐρυθρότης
ἐρυθρόχλωρος
ἐρυθρόχροος
ἐρυκανάω
ἐρυκτῆρες
ἐρύκω
ἔρυμα
Ἐρυμάνθιος
Ἐρύμανθος
ἐρυμνάομαι
ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
ἐρυμνόω
ἐρυμνῶδις
Ἔρυξ
Ἐρυξίμαχος
View word page
ἔρυμα
a fence, guard
ShortDef
a fence, guard
Debugging
Headword:
ἔρυμα
Headword (normalized):
ἔρυμα
Headword (normalized/stripped):
ερυμα
IDX:
36154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36155
Key:
Data
{'content': 'a fence, guard'}