Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρυθρόλευκος
ἐρυθρομέλας
ἐρυθρόξανθος
ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθροπρόσωπος
ἐρυθρός
ἐρυθρότης
ἐρυθρόχλωρος
ἐρυθρόχροος
ἐρυκανάω
ἐρυκτῆρες
ἐρύκω
ἔρυμα
Ἐρυμάνθιος
Ἐρύμανθος
ἐρυμνάομαι
ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
ἐρυμνόω
View word page
ἐρυκανάω
to restrain, withhold

ShortDef

to restrain, withhold

Debugging

Headword:
ἐρυκανάω
Headword (normalized):
ἐρυκανάω
Headword (normalized/stripped):
ερυκαναω
IDX:
36151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36152
Key:

Data

{'content': 'to restrain, withhold'}