Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρυθρόγραμμος
ἐρυθροδάκτυλος
ἐρυθροδανόω
ἐρυθροδάνωσις
ἐρυθροκάρδιος
ἐρυθροκομίς
ἐρυθρόλευκος
ἐρυθρομέλας
ἐρυθρόξανθος
ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρόπους
ἐρυθροπρόσωπος
ἐρυθρός
ἐρυθρότης
ἐρυθρόχλωρος
ἐρυθρόχροος
ἐρυκανάω
ἐρυκτῆρες
ἐρύκω
ἔρυμα
Ἐρυμάνθιος
View word page
ἐρυθρόπους
red-footed; (n) a bird species
ShortDef
red-footed; (n) a bird species
Debugging
Headword:
ἐρυθρόπους
Headword (normalized):
ἐρυθρόπους
Headword (normalized/stripped):
ερυθροπους
IDX:
36145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36146
Key:
Data
{'content': 'red-footed; (n) a bird species'}