Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
ἀλθαίνω
ἄλθεξις
View word page
ἀλητεύω
to wander, roam about

ShortDef

to wander, roam about

Debugging

Headword:
ἀλητεύω
Headword (normalized):
ἀλητεύω
Headword (normalized/stripped):
αλητευω
IDX:
3612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3613
Key:

Data

{'content': 'to wander, roam about'}