Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλημα
ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
ἀλθαίνω
View word page
ἀλητεία
a wandering, roaming

ShortDef

a wandering, roaming

Debugging

Headword:
ἀλητεία
Headword (normalized):
ἀλητεία
Headword (normalized/stripped):
αλητεια
IDX:
3611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3612
Key:

Data

{'content': 'a wandering, roaming'}