Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσις
ἔρσω
ἐρτός
ἐρυγάω
ἐρυγγάνω
ἐρυγή
ἐρυγήτωρ
ἐρυγμαίνω
ἐρυγματώδης
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
Ἐρύθεια
ἐρύθημα
Ἐρύθραι
Ἐρυθραί
Ἐρυθραϊκός
ἐρυθραίνω
Ἐρυθραῖος
ἐρυθραῖος
View word page
ἐρυγματώδης
causing eructation

ShortDef

causing eructation

Debugging

Headword:
ἐρυγματώδης
Headword (normalized):
ἐρυγματώδης
Headword (normalized/stripped):
ερυγματωδης
IDX:
36117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36118
Key:

Data

{'content': 'causing eructation'}