Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄληκτος2
ἄλημα
ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
Ἀλθαία
ἀλθαία
View word page
ἀλήστευτος
unpillaged
ShortDef
unpillaged
Debugging
Headword:
ἀλήστευτος
Headword (normalized):
ἀλήστευτος
Headword (normalized/stripped):
αληστευτος
IDX:
3610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3611
Key:
Data
{'content': 'unpillaged'}