Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσις
ἔρσω
ἐρτός
ἐρυγάω
ἐρυγγάνω
ἐρυγή
ἐρυγήτωρ
ἐρυγμαίνω
ἐρυγματώδης
ἐρύγμηλος
View word page
ἑρσήεις
dewy, dew-besprent
ShortDef
dewy, dew-besprent
Debugging
Headword:
ἑρσήεις
Headword (normalized):
ἑρσήεις
Headword (normalized/stripped):
ερσηεις
IDX:
36108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36109
Key:
Data
{'content': 'dewy, dew-besprent'}