Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσις
ἔρσω
ἐρτός
ἐρυγάω
ἐρυγγάνω
ἐρυγή
ἐρυγήτωρ
ἐρυγμαίνω
View word page
ἐρρωμένος
in good health, stout, vigorous

ShortDef

in good health, stout, vigorous

Debugging

Headword:
ἐρρωμένος
Headword (normalized):
ἐρρωμένος
Headword (normalized/stripped):
ερρωμενος
IDX:
36106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36107
Key:

Data

{'content': 'in good health, stout, vigorous'}