Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσις
ἔρσω
ἐρτός
ἐρυγάω
ἐρυγγάνω
ἐρυγή
ἐρυγήτωρ
View word page
ἔρρω2
[Aeol.]

ShortDef

be gone
[Aeol.]

Debugging

Headword:
ἔρρω2
Headword (normalized):
ἔρρω
Headword (normalized/stripped):
ερρω2
IDX:
36105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36106
Key:

Data

{'content': '[Aeol.]'}