Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσις
ἔρσω
ἐρτός
ἐρυγάω
View word page
ἐρρυθμισμένως
gracefully
ShortDef
gracefully
Debugging
Headword:
ἐρρυθμισμένως
Headword (normalized):
ἐρρυθμισμένως
Headword (normalized/stripped):
ερρυθμισμενως
IDX:
36102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36103
Key:
Data
{'content': 'gracefully'}