Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσις
ἔρσω
ἐρτός
View word page
ἔρρους
irrigated

ShortDef

irrigated

Debugging

Headword:
ἔρρους
Headword (normalized):
ἔρρους
Headword (normalized/stripped):
ερρους
IDX:
36101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36102
Key:

Data

{'content': 'irrigated'}