Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγεθλον
ἄγειος
ἀγείρω
ἀγείσωτος
ἀγείτων
ἀγέλα
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
View word page
ἀγελαιοτροφικός
of or fit for keeping of herds
ShortDef
of or fit for keeping of herds
Debugging
Headword:
ἀγελαιοτροφικός
Headword (normalized):
ἀγελαιοτροφικός
Headword (normalized/stripped):
αγελαιοτροφικος
IDX:
360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-361
Key:
Data
{'content': 'of or fit for keeping of herds'}