Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
ἑρσήεις
View word page
ἐρρηέστερον
stoutly, manfully, vigorously
ShortDef
stoutly, manfully, vigorously
Debugging
Headword:
ἐρρηέστερον
Headword (normalized):
ἐρρηέστερον
Headword (normalized/stripped):
ερρηεστερον
IDX:
36098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36099
Key:
Data
{'content': 'stoutly, manfully, vigorously'}