Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
ἕρση
View word page
ἔρρειθρος
canalized
ShortDef
canalized
Debugging
Headword:
ἔρρειθρος
Headword (normalized):
ἔρρειθρος
Headword (normalized/stripped):
ερρειθρος
IDX:
36097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36098
Key:
Data
{'content': 'canalized'}