Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
ἔρρω2
ἐρρωμένος
View word page
ἐρρᾳστωνευμένως
carelessly

ShortDef

carelessly

Debugging

Headword:
ἐρρᾳστωνευμένως
Headword (normalized):
ἐρρᾳστωνευμένως
Headword (normalized/stripped):
ερραστωνευμενως
IDX:
36096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36097
Key:

Data

{'content': 'carelessly'}