Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
ἔρρω
View word page
ἕρπω
to creep, crawl
ShortDef
to creep, crawl
Debugging
Headword:
ἕρπω
Headword (normalized):
ἕρπω
Headword (normalized/stripped):
ερπω
IDX:
36094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36095
Key:
Data
{'content': 'to creep, crawl'}