Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυσος
View word page
ἑρπυστικός
creeping

ShortDef

creeping

Debugging

Headword:
ἑρπυστικός
Headword (normalized):
ἑρπυστικός
Headword (normalized/stripped):
ερπυστικος
IDX:
36093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36094
Key:

Data

{'content': 'creeping'}