Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
View word page
ἑρπυστής
a crawling child

ShortDef

a crawling child

Debugging

Headword:
ἑρπυστής
Headword (normalized):
ἑρπυστής
Headword (normalized/stripped):
ερπυστης
IDX:
36092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36093
Key:

Data

{'content': 'a crawling child'}