Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
ἔρρους
View word page
ἑρπυστήρ
a reptile

ShortDef

a reptile

Debugging

Headword:
ἑρπυστήρ
Headword (normalized):
ἑρπυστήρ
Headword (normalized/stripped):
ερπυστηρ
IDX:
36091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36092
Key:

Data

{'content': 'a reptile'}