Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
ἔρρινον
ἔρριψις
View word page
ἕρπυσις
creeping
ShortDef
creeping
Debugging
Headword:
ἕρπυσις
Headword (normalized):
ἕρπυσις
Headword (normalized/stripped):
ερπυσις
IDX:
36090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36091
Key:
Data
{'content': 'creeping'}