Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλήϊος
ἄληκτος
ἄληκτος2
ἄλημα
ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
ἄλητον
ἀλητός2
View word page
ἄλησις
grinding
ShortDef
grinding
Debugging
Headword:
ἄλησις
Headword (normalized):
ἄλησις
Headword (normalized/stripped):
αλησις
IDX:
3608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3609
Key:
Data
{'content': 'grinding'}