Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
ἐρρηέστερον
View word page
ἕρπυλλος
creeping thyme

ShortDef

creeping thyme

Debugging

Headword:
ἕρπυλλος
Headword (normalized):
ἕρπυλλος
Headword (normalized/stripped):
ερπυλλος
IDX:
36088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36089
Key:

Data

{'content': 'creeping thyme'}