Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
ἔρρειθρος
View word page
ἑρπυλλίς
grasshopper
ShortDef
grasshopper
Debugging
Headword:
ἑρπυλλίς
Headword (normalized):
ἑρπυλλίς
Headword (normalized/stripped):
ερπυλλις
IDX:
36087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36088
Key:
Data
{'content': 'grasshopper'}