Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
ἐρρᾳστωνευμένως
View word page
ἑρπύλλινος
made of tufted thyme

ShortDef

made of tufted thyme

Debugging

Headword:
ἑρπύλλινος
Headword (normalized):
ἑρπύλλινος
Headword (normalized/stripped):
ερπυλλινος
IDX:
36086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36087
Key:

Data

{'content': 'made of tufted thyme'}