Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
ἕρπω
ἔρραος
View word page
ἑρπύζω
to creep, crawl

ShortDef

to creep, crawl

Debugging

Headword:
ἑρπύζω
Headword (normalized):
ἑρπύζω
Headword (normalized/stripped):
ερπυζω
IDX:
36085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36086
Key:

Data

{'content': 'to creep, crawl'}