Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
ἑρπυστικός
View word page
ἑρπηστής
creeping
ShortDef
creeping
Debugging
Headword:
ἑρπηστής
Headword (normalized):
ἑρπηστής
Headword (normalized/stripped):
ερπηστης
IDX:
36083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36084
Key:
Data
{'content': 'creeping'}